- οχείον
- (I)ὀχεῑον, τὸ (Α) [οχεία (Ι)]1. αρσενικό ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, επιβήτορας, βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῑς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», Πλούτ.)2. κόκορας3. τόπος κατάλληλος για οχεία.————————(II)ὀχεῑον, τὸ (Α) [οχεία (II)]1. η άγκυρα2. ὄχος, ὄχημα.
Dictionary of Greek. 2013.